- ἐπικάμισον
- ἐπικάμισονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικάμισον — ἐπικάμισον, τό (Μ) υποκάμισο, επενδύτης, χιτώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάμισον «υποκάμισο»] … Dictionary of Greek
ἐπικάμισα — ἐπικάμισον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)